Anonymous

εὔχυμος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un bon suc ; d’une saveur agréable;<br /><i>Cp.</i> εὐχυμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χυμός]].
|btext=ος, ον :<br />d’un bon suc ; d’une saveur agréable;<br /><i>Cp.</i> εὐχυμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χυμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔχυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> [[εύγευστος]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργός]] καλών, υγεινών χυμών<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐχύμως</i> (Α)<br />με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική [[κατάσταση]], [[υγιεινά]].
}}
}}