Anonymous

εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />lié par un vœu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
|btext=α, ον :<br />lié par un vœu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
}}
{{grml
|mltxt=εὐχωλιμαῑος, -ον (Α) [[ευχωλή]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υποχρεωμένος με [[υπόσχεση]] να κάνει [[θυσία]]<br /><b>2.</b> [[επιθυμητός]], [[ευκταίος]]<br /><b>3.</b> [[ευκτήριος]], αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από [[ευχή]] («ταῑς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
}}
}}