Anonymous

εὐωρία: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐωρία''': ἡ, (ὥρα) [[εὐάρεστος]] ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐωρία]]· [[ὀλιγωρία]], [[ἀμέλεια]]», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».
|lstext='''εὐωρία''': ἡ, (ὥρα) [[εὐάρεστος]] ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐωρία]]· [[ὀλιγωρία]], [[ἀμέλεια]]», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ολιγωρία]], [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».———————— <b>(II)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]<br />η [[ωραιότητα]] της εποχής, της ώρας, η [[ευκρασία]].
}}
}}