Anonymous

ἐφεύρεμα: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_21)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφεύρεμα''': τό, = ἐφεύρημα, [[ἀνακάλυψις]], [[ἐφεύρεσις]], Βασίλ. ΙΙΙ. 165C, Σχόλ. εἰς Εὐρ.
|lstext='''ἐφεύρεμα''': τό, = ἐφεύρημα, [[ἀνακάλυψις]], [[ἐφεύρεσις]], Βασίλ. ΙΙΙ. 165C, Σχόλ. εἰς Εὐρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφεύρεμα]], τὸ (ΑΜ) [[εφευρίσκω]]<br /><b>1.</b> [[εφεύρημα]], [[ανακάλυψη]], [[εφεύρεση]], [[επινόηση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐφευρέματα</i><br /><b>επιγρ.</b> τα τεχνάσματα.
}}
}}