3,277,285
edits
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les jeunes gens ; τὸ ἐφηβικόν l’adolescence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔφηβος]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne les jeunes gens ; τὸ ἐφηβικόν l’adolescence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔφηβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐφηβικός]], -ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [[έφηβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική [[ηλικία]], [[νεανικός]] (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ' ἐς ἆθλα», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό [[κορμί]] το μεστωμένο», Ξενόπλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από νέο, από έφηβο, ο [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐφηβικόν</i><br />α) η εφηβική [[ηλικία]]<br />β) το [[μέρος]] του θεάτρου που ήταν προορισμένο για τους εφήβους. | |||
}} | }} |