Anonymous

ἐχθροποιός: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχθροποιός''': -όν, ὁ ἔχθραν ποιῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 54.
|lstext='''ἐχθροποιός''': -όν, ὁ ἔχθραν ποιῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχθροποιός]], -όν (ΑΜ)<br />αυτός που προκαλεί [[εχθρότητα]], που κάνει κάποιον εχθρό («ἐχθροποιὸν ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
}}
}}