Anonymous

ἐφηλωτός: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_10)
(15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφηλωτός''': -ή, -όν, ([[ἐφηλόω]]) καρφωμένος [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἥρων. Αὐτομ. σ. 244.
|lstext='''ἐφηλωτός''': -ή, -όν, ([[ἐφηλόω]]) καρφωμένος [[ἐπάνω]] εἴς τι, Ἥρων. Αὐτομ. σ. 244.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφηλωτός]], -ή, -όν (Α) [[εφηλώνω]]<br />καρφωμένος [[πάνω]] σε [[κάτι]].
}}
}}