3,274,216
edits
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />attelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]]. | |btext=ή, όν :<br />attelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ζευτός, -ή, -ό (Α [[ζευκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζευκτό</i>(<i>ν</i>) και <i>ζευτό</i><br />(στις οικοδομές) ο [[τριγωνικός]] [[σκελετός]] της στέγης που αποτελείται από [[συναρμογή]] ξύλων ή από [[μέταλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />ο [[ζυγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνδεδεμένος [[κατά]] ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. για το πεντάμετρο: «[[στίχος]] ζευκτῷ ποδί», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ [[ζευκτός]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />η συρόμενη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>yukta</i>-]. | |||
}} | }} |