3,277,169
edits
(6_19) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζοφοδορπίδας''': -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ. | |lstext='''ζοφοδορπίδας''': -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζοφοδορπίδας]] και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δειπνάει στο [[σκοτάδι]] ή [[κρυφά]] («τοῡτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (σε [[αντίθεση]] με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο [[δείπνο]] και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῑπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ [[ζοφοδορπίδας]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζόφος]] <span style="color: red;">+</span> [[δόρπον]] «[[δείπνο]]»]. | |||
}} | }} |