Anonymous

ἡγεμόνευμα: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγεμόνευμα''': τό, [[ὁδηγία]], ἀρχηγία· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 1494 [[ἁγεμόνευμα]] νεκροῖσι = [[ἡγεμών]] νεκρῶν, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἡγεμόνευμα''': τό, [[ὁδηγία]], ἀρχηγία· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 1494 [[ἁγεμόνευμα]] νεκροῖσι = [[ἡγεμών]] νεκρῶν, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡγεμόνευμα]] και [[ἁγεμόνευμα]], το (Α) [[ηγεμονεύω]]<br /><b>1.</b> [[ηγεμονία]], [[αρχηγία]]<br /><b>2.</b> (με δοτ. [[αντί]] του ηγεμών) <b>φρ.</b> «[[ἁγεμόνευμα]] νεκροῑσιν» — [[ηγεμόνας]] [[νεκρών]] (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}