Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδύβιος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_18)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύβιος''': -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… [[ὄνομα]] πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν [[ἡδέως]], Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
|lstext='''ἡδύβιος''': -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… [[ὄνομα]] πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν [[ἡδέως]], Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>βιος</i>, <i>υδρό</i>-<i>βιος</i>].
}}
}}