3,277,121
edits
(6_19) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας). | |lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠλιβάτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει [[ψηλά]] («ἡλιβάτας [[τράγος]]», Αντιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηλίβατος]]]. | |||
}} | }} |