Anonymous

ἠλιβάτας: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_19)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).
|lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠλιβάτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει [[ψηλά]] («ἡλιβάτας [[τράγος]]», Αντιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηλίβατος]]].
}}
}}