Anonymous

ἦθος: Difference between revisions

From LSJ
7,505 bytes added ,  29 September 2017
16
(T22)
(16)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[ᾔθεος]] (ἐθους), τό ([[akin]] to [[ἔθος]], [[probably]] from ἘΩ, [[whence]] [[ἧμαι]], έ῾ζω (cf. Vanicek, p. 379));<br /><b class="num">1.</b> a [[customary]] [[abode]], [[dwelling]]-[[place]], [[haunt]], [[customary]] [[state]] ([[Homer]], [[Hesiod]], [[Herodotus]], others).<br /><b class="num">2.</b> [[custom]], [[usage]] (cf. German Sitzen, Sitte); plural τά ἤθη [[morals]], [[character]] (Latin mores) [[Menander]]; cf. [[Menander]] [[fragment]], Meineke edition, p. 75. (4 Maccabees 1:29; 2:7,21.)  
|txtha=[[ᾔθεος]] (ἐθους), τό ([[akin]] to [[ἔθος]], [[probably]] from ἘΩ, [[whence]] [[ἧμαι]], έ῾ζω (cf. Vanicek, p. 379));<br /><b class="num">1.</b> a [[customary]] [[abode]], [[dwelling]]-[[place]], [[haunt]], [[customary]] [[state]] ([[Homer]], [[Hesiod]], [[Herodotus]], others).<br /><b class="num">2.</b> [[custom]], [[usage]] (cf. German Sitzen, Sitte); plural τά ἤθη [[morals]], [[character]] (Latin mores) [[Menander]]; cf. [[Menander]] [[fragment]], Meineke edition, p. 75. (4 Maccabees 1:29; 2:7,21.)  
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἦθος]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο [[χαρακτήρας]] του, η ψυχική του [[καλλιέργεια]], το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο [[ψυχικός]] του [[κόσμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ήθη</i><br />ο [[τρόπος]] της ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν και διαμορφώνονται βάσει της ψυχικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο [[κοινωνικός]] [[τρόπος]] ζωής (α. «τα ήθη των αρχαίων» β. «τα ήθη τών [[μελισσών]]» γ. «[[βελτίων]] ἐστί [ο Λεπτίνης] τῆς πόλεως τὸ [[ἦθος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> οι άγραφοι θεσμοί που καθιερώνονται σε [[κάθε]] [[κοινωνία]] και αναλογούν στις [[εκάστοτε]] αντιλήψεις για το τί [[είναι]] [[ορθό]] και [[πρέπον]] (α. «η [[δημοσίευση]] άσεμνων εικόνων αποτελεί [[προσβολή]] [[κατά]] τών ηθών» β. «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[διάθεση]], ψυχική [[ιδιότητα]] ή [[κατάσταση]] (α. «τὸ [[ἦθος]] πρᾷος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β. «με [[ήθος]] γλυκύτατον... του απεκρίθη»)<br /><b>5.</b> α) εξωτερική [[εμφάνιση]], [[παρουσιαστικό]], [[φυσιογνωμία]] («νεράιδας ίδιας ήθη», Πανώρ.)<br />β) χαρακτηριστικά<br />γ) η εξωτερική όψη, η [[έκφραση]] του ατόμου σε ορισμένη [[στιγμή]] (α. «ἱλαρὸν δὲ τὸ [[ἦθος]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «το [[ήθος]] της (είχε) αγάπην», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>6.</b> [[στάση]], [[συμπεριφορά]] («μην αλλάζεις [[ήθος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[συνήθεια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ήθη</i><br />τα καμώματα, τα νάζια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα<br />[[μετά]] τον Όμ. και για ανθρώπους) [[τόπος]] διαμονής, [[τόπος]] μόνιμης εγκατάστασης, [[κατάλυμα]], [[ενδιαίτημα]], [[κατοικία]], [[στέκι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τον ήλιο) ο [[τόπος]] από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη [[αφετηρία]] του («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῑλαι» — έλεγαν ότι ο [[ήλιος]] ανέτειλε έξω, [[μακριά]] από την κανονική του [[αφετηρία]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ηθικός]] [[χαρακτήρας]] [[κάθε]] ατόμου<br /><b>4.</b> ο [[χαρακτήρας]] του ανθρώπου ως [[αποτέλεσμα]] έξεως («[[ἦθος]] ανθρώπῳ [[δαίμων]]», Ηράκλ.)<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[εξωτερίκευση]] του χαρακτήρα και της ψυχικής διάθεσης ή η [[μίμηση]] του χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς του προσώπου<br /><b>6.</b> (για έργα τέχνης) [[έκφραση]], [[ηθική]] [[εντύπωση]] («ἡ δὲ Ζεύξιδος [[γραφή]] [[οὐδέν]] ἔχει [[ἦθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[μουσική]]) το ύφος, ο [[ιδιαίτερος]] [[αισθητικός]] [[χαρακτήρας]] κλίμακας ή οργάνου<br /><b>8.</b> [[πρόσωπο]] του δράματος<br /><b>9.</b> (για πράγματα) [[φύση]], [[είδος]]<br /><b>10.</b> ηθικό [[δίδαγμα]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἤθη</i> και <i>ἤθεα</i><br />α) [[κατάλυμα]] ζώων, [[στάβλος]], [[αχούρι]]<br />β) [[χοιροστάσιο]]<br />γ) (για λιοντάρια) [[σπηλιά]], [[κρησφύγετο]]<br />δ) (για πτηνά και ψάρια) [[φωλιά]]<br />ε) (για δέντρα) ο [[τόπος]] όπου αυτά ευδοκιμούν<br />στ) (για την [[ψυχή]] ή για την ανθρώπινη [[υπόσταση]]) το ιδιαίτερο [[γνώρισμα]], η ενυπάρχουσα [[ιδιότητα]] («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) (και για ζώα) «ἐμφυὲς [[ἦθος]]» — η [[διάθεση]] ή η [[ενέργεια]] που προέρχονται από το [[ένστικτο]]<br />β) «τὸ τῆς ψυχῆς [[ἦθος]]» — η ψυχική [[διάθεση]], η [[ροπή]]<br />γ) «ὀφθαλμῶν ἤθη» — η [[έκφραση]] του βλέμματος<br />δ) «ἐν ἤθει»<br />i) με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]]<br />ii) με [[έμφαση]]<br />iii) συμβολικά, μεταφορικά<br />iv) επιδεικτικά, με ρητορικό τρόπο<br />ε) «[[μετὰ]] ἤθους»<br />i) συμβολικά<br />ii) με [[έμφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ē</i><i>dh</i>, από την οποία προέρχονται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες πάμπολλες λέξεις με διάφορες σημασίες, όπως «[[συνήθης]] [[τόπος]] διαμονής», «[[συνήθεια]]», «[[είδος]]» κ.ά. Η [[ρίζα]] <i>ηθ</i>- εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της (-<i>ωθ</i>-) στον παρακμ. [[είωθα]] και τη συνεσταλμένη της στο [[έθος]] (<i>εθ</i>-). Η λ. [[ήθος]] απαντά ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ήθης</i>. Η [[διαφοροποίηση]] της σημασίας τών [[ήθος]] «[[χαρακτήρας]]» και [[έθος]] «[[συνήθεια]]» έγινε από τους αρχαίους ήδη χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηθικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηθαίος]], [[ηθάς]], [[ηθείος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηθογράφος]], [[ηθοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηθολόγος]]<br />(Β' συνθετικό) [[αήθης]], [[ασυνήθης]], [[ευήθης]], [[κακοήθης]], [[καλοήθης]], [[συνήθης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακακοήθης]], [[γυναικοήθης]], <i>επισυνήθης</i>, [[κακήθης]], [[λατινοήθης]], [[μωροκακοήθης]], [[ομήθης]], [[ομοήθης]], [[πολυήθης]], [[συνομήθης]], [[υπερευήθης]], [[υποκακοήθης]], [[φιλοσυνήθης]], [[χειροήθης]], [[χοροήθης]], [[χρηστοήθης]].
}}
}}