Anonymous

ζυμωτός: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῡμωτός''': -ή, -όν, ἔχων [[προζύμιον]], ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).
|lstext='''ζῡμωτός''': -ή, -όν, ἔχων [[προζύμιον]], ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζυμωτός]], -όν) [[ζυμώ]]<br />αυτός που έχει [[ζύμη]], που έχει υποστεί [[ζύμωση]], [[ένζυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζυμωτό</i><br />η [[ποσότητα]] τών αλεύρων που ζυμώνεται [[κάθε]] [[φορά]] και η ανάλογη αρτοπαραγωγή.
}}
}}