Anonymous

ἡμερούσιος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_12)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερούσιος''': ία, ιον, = [[ἡμερήσιος]]. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.
|lstext='''ἡμερούσιος''': ία, ιον, = [[ἡμερήσιος]]. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμερούσιος]], -ία, -ιον (AM)<br />[[ημερήσιος]], [[καθημερινός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμερούσιον</i><br />ημερήσια [[πληρωμή]], [[μεροκάματο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡμερούσιον</i><br />καθημερινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσιος</i> [[κατά]] το [[επιούσιος]]].
}}
}}