Anonymous

ἡμίπτωτος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίπτωτος''': -ον, ([[πίπτω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. [[ἐρείπιον]].
|lstext='''ἡμίπτωτος''': -ον, ([[πίπτω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ πεσών, Ἡσύχ, ἐν λ. [[ἐρείπιον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίπτωτος]], -ον)<br />μισοπεσμένος, [[μισογκρεμισμένος]], μισοερειπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έκ</i>-<i>πτωτος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
}}