Anonymous

ἡμίοπος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίοπος''': -ον, (ὀπὴ) ἔχων ἡμισείας ὀπάς, ἡμίοποι αὐλοί, φέροντες μόνον [[τρεῖς]] ὀπάς, μὴ τέλειοι αὐλοί, Ἀνακρ. 19˙ ἡμ. ([[ἄνευ]] τοῦ [[αὐλός]]), ὁ, ἐν χρήσει μεταφ. ἐπὶ μικροῦ, ἀτελοῦς πράγματος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89.
|lstext='''ἡμίοπος''': -ον, (ὀπὴ) ἔχων ἡμισείας ὀπάς, ἡμίοποι αὐλοί, φέροντες μόνον [[τρεῖς]] ὀπάς, μὴ τέλειοι αὐλοί, Ἀνακρ. 19˙ ἡμ. ([[ἄνευ]] τοῦ [[αὐλός]]), ὁ, ἐν χρήσει μεταφ. ἐπὶ μικροῦ, ἀτελοῦς πράγματος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίοπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, [[ατελής]] («ἡμίοποι αὐλοί» — με [[τρεις]] μόνο τρύπες, Ανακρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ατελές, μικρό [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Γαλ.</b>) «ἡμίοπον<br />ἥμισυ»·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>οπος</i>)].
}}
}}