Anonymous

ἡμίφαυλος: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié vaurien.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[φαῦλος]].
|btext=ος, ον :<br />à moitié vaurien.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[φαῦλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίφαυλος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα [[σημείο]] [[φαύλος]], ο μισοαχρείος.
}}
}}