3,274,919
edits
(6_19) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίνηρος''': -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πρόσφατος]], καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ [[ἡμιτάριχος]], Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B. | |lstext='''ἡμίνηρος''': -ον, συνῃρ. ἀντὶ ἡμινέαρος, κατὰ τὸ ἥμισυ [[πρόσφατος]], καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ ἰχθύων, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡλατισμένος, ὡς τὸ [[ἡμιτάριχος]], Ξενοκρ. 5. 77, Ἀθήν. 118F, 121B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίνηρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] το ήμισυ [[πρόσφατος]], όχι εντελώς [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> (για ψάρια) μισοαλατισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νηρός]] «[[δροσερός]] (για ψάρια)»]. | |||
}} | }} |