Anonymous

ἡνιοχευτικός: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡνιοχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ηνιοχεύω]]<br />[[ηνιοχικός]] («ἡνιοχευτική [[ἀρετή]]», Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχευτικῶς</i><br />με ηνιοχευτικό τρόπο.
}}
}}