3,273,095
edits
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de la terre ferme, du continent, continental;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> habitant de l’Asie, Asiatique <i>ou</i> habitant de l’Épire, Épirote.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]]. | |btext=ου;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de la terre ferme, du continent, continental;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> habitant de l’Asie, Asiatique <i>ou</i> habitant de l’Épire, Épirote.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM [[ἠπειρώτης]], θηλ. [[ἠπειρῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[χερσαίος]], ο [[στεριανός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον θαλασσινό<br /><b>2.</b> ο [[κάτοικος]] ηπειρωτικής περιοχής, σε [[αντιδιαστολή]] με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ηπειρώτης</i>, <i>η Ηπειρώτισσα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠπειρῶτις]] ξυμμαχία» — [[συμμαχία]] με ηπειρωτική [[δύναμη]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώτης</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>επαρχι</i>-<i>ώτης</i>. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν τών νησιών και αναφερόταν [[κυρίως]] στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου]. | |||
}} | }} |