Anonymous

ἡμισαπής: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμισᾰπής''': -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.
|lstext='''ἡμισᾰπής''': -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμισαπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σαπίσει [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-<i>σαπής</i>, <i>α</i>-<i>σαπής</i>].
}}
}}