Anonymous

ἡμίπνικτος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_15)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίπνικτος''': -ον, ([[πνίγω]]) μισοπνιγμένος, Γλωσσ.
|lstext='''ἡμίπνικτος''': -ον, ([[πνίγω]]) μισοπνιγμένος, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπνικτος]], -ον (Α)<br />[[μισοπνιγμένος]].
}}
}}