Anonymous

ἡρωικός: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_10)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡρωικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς ἥρωας, κατὰ τοὺς ἡρ. χρόνους (ἴδε [[ἥρως]] Ι. 1) Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 11· ἡ [[χλαῖνα]] ἡρ. [[φόρημα]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 458, κτλ. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἥρωα, [[φῦλον]] Πλάτ. Κρατ. 398Ε· [[ἀρετὴ]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1· ἡρωϊκὰ φρονεῖν Λουκ. Ἔρωσ. 20. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[ἥρως]], τελευτᾶν Διόδ. 2. 45· συγκρ. ἡρωικώτερον Θεοφύλ. Πρβλ. [[ἡροϊκός]], ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἡρ. [[στίχος]], ὁ [[ἑξάμετρος]],· Πλάτ. Νόμ. 958Ε· [[μέτρον]] Ἀριστ. Ποιητ. 24, 8· εἰς τὴν ἡρ. τάξιν ἐνανάγειν, μεταφέρειν εἰς ἐπικ. [[ποίημα]], Δημ. 1391. 22.
|lstext='''ἡρωικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς ἥρωας, κατὰ τοὺς ἡρ. χρόνους (ἴδε [[ἥρως]] Ι. 1) Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 11· ἡ [[χλαῖνα]] ἡρ. [[φόρημα]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 458, κτλ. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἥρωα, [[φῦλον]] Πλάτ. Κρατ. 398Ε· [[ἀρετὴ]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 1· ἡρωϊκὰ φρονεῖν Λουκ. Ἔρωσ. 20. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς [[ἥρως]], τελευτᾶν Διόδ. 2. 45· συγκρ. ἡρωικώτερον Θεοφύλ. Πρβλ. [[ἡροϊκός]], ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἡρ. [[στίχος]], ὁ [[ἑξάμετρος]],· Πλάτ. Νόμ. 958Ε· [[μέτρον]] Ἀριστ. Ποιητ. 24, 8· εἰς τὴν ἡρ. τάξιν ἐνανάγειν, μεταφέρειν εἰς ἐπικ. [[ποίημα]], Δημ. 1391. 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡρωϊκός]], -ή, -όν) [[ήρως]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ήρωα ή στους ήρωες («[[κατά]] τους ηρωικούς χρόνους»)<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει σε ήρωα («ηρωική [[αρετή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει ιδιότητες ήρωα, ο [[γενναίος]] [[μέχρι]] σημείου αυτοθυσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἡρωϊκός]] [[στίχος]]» — ο [[εξάμετρος]]<br /><b>2.</b> «ἡρωϊκόν [[μέτρον]]» — το δακτυλικό εξάμετρο<br /><b>3.</b> «ἡρωϊκή [[τάξις]]» — επικό [[ποίημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηρωικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἡρωϊκῶς)<br />με ηρωικό τρόπο, σαν [[ήρωας]] (α. «αντιστάθηκε ηρωικά» β. «ἡρωϊκῶς τελευτῆσαι τον βίον», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}