Anonymous

θεόκλητος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_17)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόκλητος''': -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. [[μέλαθρον]], ὁ [[οἶκος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐπίκλησις]] τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.
|lstext='''θεόκλητος''': -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. [[μέλαθρον]], ὁ [[οἶκος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐπίκλησις]] τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεόκλητος]], -ον)<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />ο προορισμένος για κάποιο [[έργο]] σύμφωνα με τη [[θεία]] [[βούληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («[[θεόκλητος]] [[ὑμέναιος]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεόκλητον [[μέλαθρον]]» — ο [[οίκος]] στον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] τον θεό (<b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[μετά]]-<i>κλητος</i>, <i>αυτό</i>-<i>κλητος</i>].
}}
}}