Anonymous

θέλυμνον: Difference between revisions

From LSJ
16
(13_4)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό ([[τίθημι]], vgl. [[θέμεθλα]]), nur im plur., Schol. Il. 10, 15 erkl. [[θέλυμνα]] οἱ θεμέλιοι, bei Empedocl. 73. 139 die Grundstoffe der Dinge, auch θέλιμνα geschrieben. Vgl. [[προθέλυμνος]] u. [[τετραθέλυμνος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] τό ([[τίθημι]], vgl. [[θέμεθλα]]), nur im plur., Schol. Il. 10, 15 erkl. [[θέλυμνα]] οἱ θεμέλιοι, bei Empedocl. 73. 139 die Grundstoffe der Dinge, auch θέλιμνα geschrieben. Vgl. [[προθέλυμνος]] u. [[τετραθέλυμνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θέλυμνον]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά [[θέλυμνα]]<br />τα θεμέλια, οι βάσεις τών πραγμάτων, τα στοιχεία του κόσμου («θέλυμνά τε καὶ στερεωπά», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. απαντά στον Όμηρο μόνο ως β' συνθετικό, ενώ ο τ. [[θέλυμνα]] στον Εμπεδοκλή προτάθηκε ως [[διόρθωση]] [[αντί]] του υπάρχοντος <i>θέλημ</i>(<i>ν</i>)<i>α</i>. Υπάρχει κατ' αρχήν [[πρόβλημα]] ως [[προς]] την ακριβή [[σημασία]] του. Τα περιβάλλοντα στα οποία απαντά οδηγούν σε διάφορες ερμηνείες. Ως β' συνθετικό του επιθ. <i>τετρα</i>-<i>θέλυμνος</i> το οποίο προσδιορίζει το ουσ. [[σάκος]] (<i>το</i>) «[[ασπίδα]]» (Ιλ.Ο 479, Οδ.φ 122) έχει τη [[σημασία]] «[[στρώμα]], [[επιφάνεια]]» («[[ασπίδα]] καλυμμένη με [[τέσσερα]] στρώματα βοείου δέρματος ή χαλκού»). Η διορθωμένη [[φράση]] του Εμπεδοκλή <i>θέλυμνά τε καί στερεωπά</i> μπορεί [[επίσης]] να ερμηνευθεί ως «επιφάνειες και [[στερεά]] σώματα». Για το [[επίθετο]] <i>προ</i>-<i>θέλυμνος</i> έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μια [[άποψη]] το α' συνθετικό <i>προ</i>- θεωρείται ως αιολ. τ. του <i>τρα</i>- (= <i>τε</i>-<i>τρα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>πτFρα</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρά</i>-<i>πεζα</i> «με [[τέσσερα]] πόδια»). Η [[ερμηνεία]] αυτή αναφέρεται στη [[φράση]] του Ομήρου <i>φράξαντες [[σάκος]] σάκεϊ προθελύμνῳ</i> (Ιλ. Ν 130) και εξισώνει το [[προθέλυμνος]] με το [[τετραθέλυμνος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, το επίθ. ερμηνεύεται ως «με προτεταμένη [[επιφάνεια]]» («σχημάτισαν φραγμό ενώνοντας [[ασπίδα]] με κυρτή [[ασπίδα]]») οι δε αρχαίοι λεξικογράφοι το ερμηνεύουν στο εν λόγω [[χωρίο]] ως «[[επάλληλος]], [[συνεχής]]». Στο [[χωρίο]] <i>προθέλυμνα [[χαμαὶ]] [[βάλε]] δένδρεα</i> (Ιλ.Ι 541) το επίθ. ερμηνεύεται ως «ξεριζωμένος, με τις ρίζες [[προς]] τα [[εμπρός]]» («έριξε στη γη δένδρα με τις ρίζες τους στον αέρα»), [[σημασία]] παραπλήσια με [[εκείνη]] στο [[χωρίο]] <i>προθελύμνους έλκετο χαίτας</i> (Ιλ.Κ 15) «έβγαζε τα μαλλιά του από τις ρίζες». Με τη συγγενή [[σημασία]] «θεμελιώδες [[στοιχείο]]» ερμηνεύεται από ορισμένους και η προαναφερθείσα διορθωμένη [[φράση]] του Εμπεδοκλή <i>θέλυμνά τε καί στερεωπά</i> («θεμελιώδη στοιχεία και [[στερεά]] σώματα»). Η [[ετυμολογία]] της λέξεως [[είναι]] εντελώς αβέβαιη. Κατά μια [[άποψη]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>θέρυμνο</i>- (με [[ανομοίωση]]) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[στηρίζω]], [[κρατώ]]», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>dharuna</i> ([[θεμέλιο]], [[υποστήριγμα]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για [[λέξη]] του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b>: (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[προθέλυμνος]], [[τετραθέλυμνος]], [[τριθέλυμνος]]].
}}
}}