Anonymous

θεοπαράδοτος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_18)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοπαράδοτος''': -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, [[πολιτεία]] Ἐκκλ.
|lstext='''θεοπαράδοτος''': -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, [[πολιτεία]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεοπαράδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («[[θεοπαράδοτος]] [[σοφία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παράδοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παρα</i>-[[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμο</i>-<i>παράδοτος</i>, <i>πατρο</i>-<i>παράδοτος</i>].
}}
}}