Anonymous

θεόμιμος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόμῑμος''': -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, [[θεῖος]], βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, [[δύναμις]] Ἐκκλ.
|lstext='''θεόμῑμος''': -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, [[θεῖος]], βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, [[δύναμις]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεόμιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιμείται θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικό</i>-<i>μιμος</i>, <i>παντό</i>-<i>μιμος</i>].
}}
}}