Anonymous

θαύμακτρον: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_22)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαύμακτρον''': τὸ, τὸ [[ἀργύριον]] τὸ διδόμενον [[ὅπως]] ἴδῃ τις [[τέχνασμα]] θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. [[θαῦμα]] Ι. 2).
|lstext='''θαύμακτρον''': τὸ, τὸ [[ἀργύριον]] τὸ διδόμενον [[ὅπως]] ἴδῃ τις [[τέχνασμα]] θαυματοποιοῦ, Σώφρων ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. (πρβλ. [[θαῦμα]] Ι. 2).
}}
{{grml
|mltxt=[[θαύμακτρον]], το (Α)<br />χρήματα που δίνει [[κάποιος]] για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαυμάζω]] με την κατάλ. -<i>τρον</i> ([[κατά]] πληθ.) δηλωτική της [[τιμής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίδακτρα]], [[ίατρα]] «χρήματα για την [[πληρωμή]] του γιατρού» <b>κ.τ.ό.</b>)].
}}
}}