Anonymous

θελκτικός: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θελκτικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.
|lstext='''θελκτικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θελκτικός]], -ή, -όν) [[θέλγω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δύναμη]] να θέλγει, [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]] («θελκτικές υποσχέσεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θελκτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με ελκυστικό τρόπο.
}}
}}