Anonymous

θεοκατασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_17)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοκατασκεύαστος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ [[θεόδμητος]], Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θεότευκτος]]· [[θεοκατασκεύαστος]]».
|lstext='''θεοκατασκεύαστος''': -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἑρμ. τοῦ [[θεόδμητος]], Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ο. 3. 11. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θεότευκτος]]· [[θεοκατασκεύαστος]]».
}}
{{grml
|mltxt=θεοκατασκεύστος, -ον (AM)<br />ο κατασκευασμένος από θεό.
}}
}}