Anonymous

θηρόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ὄφεως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 717.
|lstext='''θηρόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ὄφεως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Φιλ. 717.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον έχει δαγκώσει [[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>εχιό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}