Anonymous

θεωρητός: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut observer, visible;<br /><b>2</b> qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut observer, visible;<br /><b>2</b> qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό.
}}
}}