Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θηριοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριοτρόφος''': -ον, ἔχων ἄφθονα θηρία, περὶ χώρας, Στράβ. 131· τρέφων ἄγρια θηρία, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250. 11. ΙΙ. προπαροξ. θηριότροφος, ον, παθ., τρώγων ἄγρια ζῷα καὶ ἐξ αὐτῶν τρεφόμενος, Γαλην. 10. σ. 391.
|lstext='''θηριοτρόφος''': -ον, ἔχων ἄφθονα θηρία, περὶ χώρας, Στράβ. 131· τρέφων ἄγρια θηρία, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250. 11. ΙΙ. προπαροξ. θηριότροφος, ον, παθ., τρώγων ἄγρια ζῷα καὶ ἐξ αὐτῶν τρεφόμενος, Γαλην. 10. σ. 391.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (Α και ως επίθ. [[θηριοτρόφος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> αυτός που διατηρεί [[θηριοτροφείο]], που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η [[χώρα]] ή ο [[τόπος]] όπου ζουν [[πολλά]] θηρία, θηριοβριθής, [[γεμάτος]] θηρία («[ἡ [[χώρα]]] εστίν [[ευδαίμων]], [[θηριοτρόφος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}