Anonymous

θηρεύτρια: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρεύτρια''': θηλ. τοῦ [[θηρευτήρ]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. θηρότις· θ. κύνες Θεμίστ. 220Β.
|lstext='''θηρεύτρια''': θηλ. τοῦ [[θηρευτήρ]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. θηρότις· θ. κύνες Θεμίστ. 220Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρεύτρια]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[θηρευτήρ]].
}}
}}