Anonymous

θορίσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_20)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θορίσκομαι''': Παθ., [[δέχομαι]] [[σπέρμα]], Ἀντών. Λιβ. 29.
|lstext='''θορίσκομαι''': Παθ., [[δέχομαι]] [[σπέρμα]], Ἀντών. Λιβ. 29.
}}
{{grml
|mltxt=[[θορίσκομαι]] (Α)<br />[[δέχομαι]] [[σπέρμα]], [[συλλαμβάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θορός]], αναλογικά [[προς]] το [[κυΐσκομαι]] «[[συλλαμβάνω]], [[μένω]] [[έγκυος]]»].
}}
}}