Anonymous

θρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à nourrir <i>ou</i> à faire croître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
|btext=ή, όν :<br />propre à nourrir <i>ou</i> à faire croître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=και θρεφτικός, -ή, -ό (ΑΜ [[θρεπτικός]], -ή, -όν) [[τρέφω]]<br />αυτός που συντελεί στη [[θρέψη]] («θρεπτική [[τροφή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θρέψη]], που συντελεί στην [[αφομοίωση]] τών τροφών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «το θρεπτικό [[σύστημα]]» — το [[σύνολο]] τών οργάνων με τα οποία συντελείται η [[θρέψη]] του οργανισμού<br />β) «θρεπτικό [[ισοζύγιο]]» — το [[ισοζύγιο]] [[μεταξύ]] τών θρεπτικών ουσιών που προσλαμβάνονται και αυτών που καταναλίσκονται από τον οργανισμό<br />γ) «θρεπτικές ουσίες» — οι ουσίες τις οποίες έχει [[ανάγκη]] [[ένας]] [[οργανισμός]] για τη διατήρησή του στη ζωή και για την ανάπτυξή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]] στο να τρέφει ή να ανατρέφει<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[επούλωση]] πληγής<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θρεπτικόν</i><br />η [[δύναμη]], η [[αιτία]] της αύξησης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρεπτικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ θρεπτικῶς)<br />με τρόπο που συντελεί στη [[θρέψη]], στην [[αύξηση]].
}}
}}