Anonymous

θυμάλωψ: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />tison à moitié brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
|btext=ωπος (ὁ) :<br />tison à moitié brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμάλωψ]], -[[άλοπος]], ὁ (Α)<br />[[κομμάτι]] ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, [[δαυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[καπνός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλ</i>-<i>ωψ</i> [[κατά]] το <i>νυκτ</i>-<i>άλ</i>-<i>ωψ</i>. Το τελευταίο συνθετικό <i>ωψ</i> «[[πρόσωπο]]» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του [[σημασία]] και λειτουργώντας ως [[κατάληξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μώλ</i>-<i>ωψ</i>, <i>οιν</i>-<i>ώψ</i> «με το [[χρώμα]] του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>mra</i> «με το [[χρώμα]] του καπνού» και <i>dh</i><i>ū</i><i>mari</i> «[[ομίχλη]]»].
}}
}}