Anonymous

θρεπτήριος: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit ; <i>subst.</i> τὰ θρεπτήρια nourriture, secours que donnent des enfants à leurs parents âgés;<br /><b>2</b> que l’on offre pour prix de soins nourriciers.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit ; <i>subst.</i> τὰ θρεπτήρια nourriture, secours que donnent des enfants à leurs parents âgés;<br /><b>2</b> que l’on offre pour prix de soins nourriciers.<br />'''Étymologie:''' [[τρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θρεπτήριος]], -ον (ΑΜ) [[θρεπτήρ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θρεπτήριον</i><br />[[τόπος]] διατροφής και ανατροφής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] και [[κατάλληλος]] να τρέφει, [[θρεπτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί<br /><b>3.</b> τα [[προς]] το ζην, η [[τροφή]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) α) <i>τὰ θρεπτήρια</i><br />η [[αμοιβή]] που δινόταν από τους γονείς σε τροφούς ή παιδαγωγούς τών παιδιών τους, τα [[θρέπτρα]]<br />β) τα έξοδα ανατροφής που ανταπέδιδαν τα [[παιδιά]] στους γονείς.
}}
}}