Anonymous

θρυλίσσω: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;<br /><b>2</b> frissonner, grelotter.<br />'''Étymologie:''' DELG à rapprocher de [[θραύω]].
|btext=<b>1</b> mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;<br /><b>2</b> frissonner, grelotter.<br />'''Étymologie:''' DELG à rapprocher de [[θραύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θρυλίσσω]] (Α)<br />[[συντρίβω]], [[τσακίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θρυλίσσω]] απαντά [[άπαξ]] μόνο στην ομηρική φρ. <i>θρυλίχθη δε [[μέτωπον]] (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. [[θρύλος]], το οποίο ανάγεται σε ΙE <i>dhrus</i>-<i>lo</i>- και συνδέεται με ουαλ. <i>dryll</i> «[[τεμάχιο]]». Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προήλθαν και τα γοτθ. <i>driusan</i> «[[καταπίπτω]], θρυμματίζομαι», λεττ. <i>druska</i> «[[τεμάχιο]]». Επίσης έχει συνδεθεί η λ. με το [[θραύω]], ενώ η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θρυλ</i>[[λ]]<i>εῖ</i><br /><i>ταράσσει</i>, <i>ὀχλεῖ</i> δεν [[είναι]] βέβαιο αν ανήκει στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ή αν πρόκειται για παράγωγο του [[θρύλος]], όπως το [[θρυλώ]], με [[άλλη]] σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θρύλιγμα]].
}}
}}