Anonymous

θορυβοποιός: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.<br />'''Étymologie:''' [[θόρυβος]], [[ποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θορυβοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί [[ταραχή]], [[ταραχοποιός]], [[ταραξίας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προκαλεί την [[προσοχή]] του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θόρυβος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
}}
}}