Anonymous

ἰαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2,291 bytes added ,  29 September 2017
17
(SL_1)
(17)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐαίνω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cheer]], [[delight]] ὦ Κρόνιε παῖ, ἰανθεὶς ἀοιδαῖς [[εὔφρων]] [[σφίσιν]] κόμισον (O. 2.13) ὡς ἂν σεμνὰν θυσίαν θέμενοι πατρί τε θυμὸν ἰναιεν κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ (O. 7.43) καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]] ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.11) ἀλλ' οὐδὲ [[ταῦτα]] νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 20.
|sltr=<b>ῐαίνω</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[cheer]], [[delight]] ὦ Κρόνιε παῖ, ἰανθεὶς ἀοιδαῖς [[εὔφρων]] [[σφίσιν]] κόμισον (O. 2.13) ὡς ἂν σεμνὰν θυσίαν θέμενοι πατρί τε θυμὸν ἰναιεν κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ (O. 7.43) καὶ γὰρ βιατὰς [[Ἄρης]] ἰαίνει καρδίαν κώματι (P. 1.11) ἀλλ' οὐδὲ [[ταῦτα]] νόον ἰαίνει φθονερῶν (P. 2.90) λτ;γτ;ενοφῶν τελέαις εὐχωλαῖς ἰανθείς fr. 122. 20.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἰαίνω]])<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἰαίνετο δ' [[ὕδωρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μαλακό με τη [[θερμότητα]], [[τήκω]] («ἰαίνετο [[κηρός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευφραίνω]], [[ανακουφίζω]] («θυμόν ἰαίνειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αναθερμαίνω]] [[ενθαρρύνω]]<br /><b>5.</b> [[απαλλάσσω]], [[σώζω]]<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰαίνομαι</i><br />πικραίνομαι, οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>isanyati</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[παρακινώ]]» και πιθ. με το [[ιερός]] και προέρχεται από ένα θ. σε -<i>τ</i>-/-<i>η</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> βεδ. <i>isan</i>-<i>i</i>). Η σημασιολογική [[διαφορά]] που υπάρχει [[μεταξύ]] του αρχ. ινδ. <i>isanyati</i> και του [[ιαίνω]] μπορεί να ερμηνευθεί, σύμφωνα με μια [[άποψη]], από το ότι επανέρχεται η [[κίνηση]] σε [[κάτι]] [[αφού]] αυτό αναθερμανθεί. Αρχικά το ρ. [[ιαίνω]] με σημ. «[[θερμαίνω]], [[μαλακώνω]] [[κάτι]] με [[θερμότητα]]» αναφερόταν στο [[νερό]] και στο [[κερί]], απ' όπου έλαβε τη σημ. «[[αναθερμαίνω]], [[ενθαρρύνω]]» όταν αναφερόταν σε λ. όπως [[θυμός]], [[ήτορ]] «[[καρδιά]]». Από μια αβέβαιη, [[τέλος]], ετυμολογική [[σύνδεση]] του [[ιαίνω]] με το ρ. [[ιώμαι]] «[[θεραπεύω]]» έλαβε και αυτή τη σημ. Ο τ. [[ιαίνω]] δεν έχει κανένα παράγωγο].
}}
}}