Anonymous

ἰαύω: Difference between revisions

From LSJ
654 bytes added ,  29 September 2017
17
(Autenrieth)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. ἄϝεσα), ipf. ἴαυον, iter. ἰαύεσκον, aor. inf. ἰαῦσαι: [[sleep]], [[rest]], [[lie]]; πολλὰς μὲν ἀύπνους νύκτας ἴαυον, Il. 9.325, , Od. 19.340.
|auten=(cf. ἄϝεσα), ipf. ἴαυον, iter. ἰαύεσκον, aor. inf. ἰαῦσαι: [[sleep]], [[rest]], [[lie]]; πολλὰς μὲν ἀύπνους νύκτας ἴαυον, Il. 9.325, , Od. 19.340.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰαύω]] (Α)<br />[[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-<i>ι</i>-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ιαύσω</i>, αόρ. <i>ιαύσαι</i>), το οποίο ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>au</i>- «[[κοιμάμαι]], [[διανυκτερεύω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυ</i>-<i>λή</i>). Το ρ. [[ιαύω]] πιθ. να συνδέεται με το [[ενιαυτός]]].
}}
}}