3,277,242
edits
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les médecins <i>ou</i> la médecine ; ἡ ἰατρική ([[τέχνη]]), l’art de guérir, la médecine;<br /><b>2</b> propre <i>ou</i> habile à guérir;<br /><i>Cp.</i> ἰατρικώτερος, <i>Sp.</i> ἰατρικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἰατρός]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les médecins <i>ou</i> la médecine ; ἡ ἰατρική ([[τέχνη]]), l’art de guérir, la médecine;<br /><b>2</b> propre <i>ou</i> habile à guérir;<br /><i>Cp.</i> ἰατρικώτερος, <i>Sp.</i> ἰατρικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἰατρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἰατρικός]], -ή, -όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) [[ιατρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («[[ιατρικός]] [[σύλλογος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιατρική</i><br />η [[επιστήμη]] που έχει [[αντικείμενο]] τη [[διατήρηση]] της υγείας και τη [[θεραπεία]] τών νόσων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιατρικό</i><br />το [[γιατρικό]], [[φάρμακο]] που θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή [[ψυχικό]] πόνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ιατρικό [[συμβούλιο]]» — [[συμβούλιο]] ιατρών που συγκαλείται σε περιπτώσεις σοβαρής κατάστασης ενός ασθενούς, επικίνδυνης εξέλιξης της νόσου ή δυσχερούς διάγνωσής της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[έμπειρος]] στην ιατρική [[επιστήμη]] («γυνὴ ὶατρική», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να θεραπεύσει, να απαλλάξει από [[κάτι]] («περὶ τὴν ψυχὴν... ἰατρικὸς ὤν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[φάρμακο]]) ο [[κατάλληλος]] για [[θεραπεία]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰατρικόν</i><br />α) [[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών γιατρών<br />β) το [[σύνολο]] τών γιατρών, το ιατρικό [[σώμα]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἰατρικός]] (ενν. [[δάκτυλος]])<br />ο [[δείκτης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιατρικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἰατρικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />από ιατρική [[άποψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ιατρικούς όρους («ἰατρικῶς ἐκφέρεσθαι», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> με [[εμπειρία]] στην ιατρική. | |||
}} | }} |