Anonymous

θυριδωτός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_10)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυριδωτός''': -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, [[Πολυδ]]. Ι΄, 137.
|lstext='''θυριδωτός''': -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, [[Πολυδ]]. Ι΄, 137.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυριδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγκαθ</i>-[[ωτός]], <i>θολ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}