Anonymous

θυράγματα: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_21)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυράγματα''': τά, (θυράζω) = ἀφοδεύματα, Ἡσύχ.
|lstext='''θυράγματα''': τά, (θυράζω) = ἀφοδεύματα, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=θυράόγματα, τὰ (Α) [[θυράζω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀφοδεύματα».
}}
}}