Anonymous

ἱερατικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(eksahir)
(17)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[en lengua sacerdotal]]
|esgtx=[[en lengua sacerdotal]]
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἱερατικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην [[ιερατεία]] (α. «ιερατική [[σχολή]]» β. «ἱερατικὸν στέφανον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ιερατική [[γραφή]]» και «ιερατικά» — [[μορφή]] εξέλιξης της ιερογλυφικής στην Αίγυπτο<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱερατικόν</i><br />το [[ιερατείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αφιερωμένος σε [[ιερό]] σκοπό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἱερατική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[ιερατεία]], το [[αξίωμα]] του ιερέα<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἱερατικοί</i><br />η [[τάξη]] τών ιερέων<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱερατικόν</i><br />[[ονομασία]] εμπλάστρου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἱερατικὴ [[βύβλος]]» ἡ «ἱερατικὸς [[χάρτης]]» — [[ονομασία]] παπύρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιερατικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ ἱερατικῶς)<br /><b>1.</b> με ιερατικό τρόπο<br /><b>2.</b> από ιερατική [[άποψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]], μέσω ίσως ενός αμάρτ. <i>ιεράτης</i> ή <i>ιερατός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιερατεύω]])].
}}
}}