3,273,773
edits
(6_9) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰασιώνη''': ἡ, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους convolvulus, κατά τινας ἡ [[ἑλξίνη]] ἢ [[κισσάμπελος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2. | |lstext='''ἰασιώνη''': ἡ, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους convolvulus, κατά τινας ἡ [[ἑλξίνη]] ἢ [[κισσάμπελος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)<br />δικότυλο αγγειόσπερμο [[φυτό]] της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης [[σύνανδρα]], [[κομβόλβουλος]], [[περιπλοκάδι]], [[σκαμμωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με την αρχ. σημ. <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i>. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς [[είναι]] άγνωστη. Ως [[επιστημονικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>jasione</i> «[[ιασιώνη]]»)]. | |||
}} | }} |