Anonymous

ἰθαρός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_4)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθαρός''': ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία [[σημασία]] ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν [[νᾶμα]]· - ἶθαρ, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[εὐθέως]], [[ταχέως]]», [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] τό Ὁμηρικὸν [[εἶθαρ]].
|lstext='''ἰθαρός''': ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία [[σημασία]] ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν [[νᾶμα]]· - ἶθαρ, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «[[εὐθέως]], [[ταχέως]]», [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] τό Ὁμηρικὸν [[εἶθαρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μι</i>-[[αρός]])<br />συνδέεται με το ινδοϊρανικό <i>idhra</i>- «[[καθάριος]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. [[κρήνη]], αποτελεί [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και μαρτυρείται ως κύριο όν. [[κυρίως]] στη Μικρά Ασία [[αλλά]] και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη [[μορφή]] <i>Itarajo</i>].
}}
}}