Anonymous

ἱερώνυμος: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=dont le nom est sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ὄνομα]].
|btext=dont le nom est sacré.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[ὄνομα]].
}}
{{grml
|mltxt=-η -ο, θηλ. και -ος (Α [[ἱερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ιερό]] όνομα, άγιο όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> <i>η [[ιερώνυμος]]<br />[[γένος]] ευφορβιοειδών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. και δωρ. τ. του <i>όνομα</i>). Το -<i>ω</i>- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>, <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>)].
}}
}}